εμπλέκομαι

εμπλέκομαι
εμπλέκομαι, (ενεπλάκη - ενεπλάκησαν) βλ. πίν. 212

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εμπλέκω — (AM ἐμπλέκω) 1. πλέκω κάτι μαζί με κάτι άλλο, συνδυάζω στενά 2. κάνω κάποιον να αναμιχθεί σε κάτι, συνήθως δυσάρεστο ή επικίνδυνο («τόν ενέπλεξε σε περιπέτειες», «τούς έκανε να εμπλακούν σε διαμάχες κ.λπ.») νεοελλ. εμπλέκομαι βρίσκομαι… …   Dictionary of Greek

  • συναρτώ — συναρτῶ, άω, ΝΜΑ συνάπτω, συνδέω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους νεοελλ. 1. μτφ. συσχετίζω με βάση τη λογική ή συνδέω αμοιβαία, αλληλεξαρτώ 2. παθ. συναρτώμαι α) είμαι, βρίσκομαι σε συνάρτηση με κάτι β) εξαρτώμαι από κάτι αρχ. 1. έχω το… …   Dictionary of Greek

  • αναπλέκω — (Α ἀναπλέκω και επικ. ἀμπλέκω) 1. πλέκω τα μαλλιά μου προς τα επάνω ή επιμελώς, καλοχτενίζω (στα αρχ. το μέσ 2. (για γραπτό λόγο) επεξεργάζομαι, καλλωπίζω, «χτενίζω» (νεοελλ 1. ξαναπλέκωτα λυμένα μου μαλλιά 2. λύνω τα πλεγμένα μου μαλλιά, ξεπλέκω …   Dictionary of Greek

  • εγκατειλούμαι — ἐγκατειλοῡμαι ( έομαι) (Α) εμπλέκομαι, περιπλέκομαι σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • εμπαλάσσομαι — ἐμπαλάσσομαι (Α) 1. εμπλέκομαι, περιπλέκομαι 2. συγκρούομαι …   Dictionary of Greek

  • ενέχω — (AM ἐνέχω) [έχω] 1. μέσ. έχω ενοχή σε κάτι, είμαι ένοχος, είμαι μπλεγμένος σε κολάσιμη πράξη («ενέχεται σε φόνο») 2. είμαι υπεύθυνος, συμμετέχω στην ευθύνη νεοελλ. εμπεριέχω, κρύβω μέσα μου («το γεγονός ενέχει κινδύνους») αρχ. 1. (με δοτ. προσ.… …   Dictionary of Greek

  • επιπλέκω — (Α ἐπιπλέκω) περιπλέκω, μπερδεύω, ανακατώνω νεοελλ. (για αρρώστια) προκαλώ επιπλοκές, χειροτερεύω αρχ. 1. πλέκω πάνω σε κάτι, προσθέτω πλέκοντας 2. δένω, δεσμεύω 3. συνδυάζω, συνδέω («ἐπιπλέκειν αὐτὰ τῷ τῆς παραλείψεως σχήματι», Αριστοτ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • κρατύνω — (AM, Α επικ. τ. καρτύνω) [κρατύς] 1. ενισχύω, ενδυναμώνω, ισχυροποιώ, στερεώνω (α. «τοὺς θεμελίους πέριξ κρατύνας», Δίων Κάσσ. β. «εἶχε δὲ τὴν βασιληίην καὶ ἐκρατύνθη», Ηρόδ.) 2. κυριαρχώ, εξουσιάζω, άρχω, κυβερνώ («τὰ πρῶτα μὲν δόρει κρατύνων,… …   Dictionary of Greek

  • μπελάς — και μπελιάς, ο 1. ενόχληση, σκοτούρα, βάσανο 2. φροντίδα, έγνοια, στενοχώρια 3. μπλέξιμο, περιπλοκή 4. (κατ επέκτ.) πρόσωπο που προξενεί σκοτούρες και έγνοιες 5. φρ. α) «μπαίνω σε μπελάδες» αναλαμβάνω πολλές και δύσκολες υποχρεώσεις β) «βρίσκω… …   Dictionary of Greek

  • ξανταίνω — 1. απαλλάσσομαι από εμπλοκή, από μπλέξιμο, ξεμπλέκομαι 2. στρέφω το βλέμμα μου, κοιτάζω, βλέπω, ξανοίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + ανταίνω / νταίνω «εμπλέκομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”